Mαρία Βλασσοπούλου Καρύδη - Arcadians Αρκάδες
Arcadians - Αρκάδες
της Μαρίας Βλασσοπούλου-Καρύδη*
Η λαμπρή παρουσία των Αρκάδων στον Αρχαίο Κόσμο
Γλώσσα: ελληνικά-αγγλικά
Σχετικά με το χαρακτηρισμό των Ελλήνων ως κλάδου μιας ενιαίας Ινδοευρωπαϊκής φυλής θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο όρος Ινδοευρωπαίος είναι απόλυτα συμβατικός, χωρίς ιστορικό υπόβαθρο και αναφέρεται μόνο σε ένα συσχετισμό γλωσσών με κοινά στοιχεία για τον προσδιορισμό της καταγωγής των φορέων τους.Η περίφημη θεωρία των μαζικών μεταναστεύσεων των φορέων της πρωτοινδοευρωπαϊκής γλώσσας είναι εντελώς αβάσιμη, δεδομένου ότι στηρίχτηκε στις γλωσσικές ομοιότητες αυτοχθόνων λαών, που κατοικούσαν μια αχανή περιοχή, που κάλυπτε μεγάλο μέρος της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας.<Η έλευση των Ελλήνων με τη μορφή της μαζικής εισβολής μεταναστών, που συμβατικά κατ’ αρχήν χρονολογήθηκε το 2100 π.Χ. ή το 1900 π.Χ. και κατόπιν το 1600 π.Χ. μπορεί να μην πραγματοποιήθηκε ποτέ.< Στα ελληνικά φύλα της μυκηναϊκής εποχής (2ο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ.) καταγράφονται οι Άβαντες, Αθαμάνες, Αινιάνες, Αιολείς, Αιτωλοί, Αρκάδες, Αρκτάνες, Αχαιοί, Βοιωτοί, Γραίοι, Δόλοπες, Δωριείς, Επειοί, Θεσπρωτοί, Θεσσαλοί, Ίωνες, Κεφαλλήνες, Κουρήτες, Λαπίθες, Λοκροί, Μακεδόνες, Μάγνητες, Μινύες, Μολοσσοί, Μυρμιδόνες, Περαιβοί, Πίερες, Φθίοι, Φλεγύες, Φωκείς. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Γραμμικής Γραφής Β η επικρατούσα άποψη είναι ότι οι ελληνικές διάλεκτοι των ιστορικών χρόνων δημιουργήθηκαν από τη διαφοροποίηση των δύο προϊστορικών διαλέκτων, της Νοτιοελληνικής (Αρκαδοκυπριακής) και της Βορειοελληνικής (Δωρικής). Η Ιωνική και η Αιολική πρέπει να εμφανίστηκαν αργότερα μετά το τέλος της εποχής του Χαλκού δηλ. μετά το 1200 π.Χ.
Είναι γενικά πλέον αποδεκτό ότι η Μυκηναϊκή γλώσσα της Γραμμικής Β Γραφής αποτελεί μια πρώιμη μορφή της Αρκαδοκυπριακής γλώσσας, που πρέπει να ήταν η κυρίαρχη διάλεκτος στην Πελοπόννησο κατά την εποχή του Χαλκού.
Την παρουσία των Αρκάδων στο κέντρο της Πελοποννήσου, κατά τη Μυκηναϊκή εποχή, μαρτυρεί η Αρκαδοκυπριακή γλώσσα τους, της οποίας τα όρια ξεπέρασαν την κεντρική Πελοπόννησο και επεκτάθηκαν προς την Αργολίδα, τη Λακωνία, τη Μεσσηνία και την Τριφυλλία, σε περιοχές, όπου κατοικούσαν οι Αχαιοί. Ο M. Ventris, που αποκρυπτογράφησε τη Γραμμική Γραφή Β, θεώρησε την Αρκαδοκυπριακή διάλεκτο των ιστορικών χρόνων πλησιέστερη προς την επίσημη γλώσσα των Μυκηναίων (Αχαιών). Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και η έρευνα του E. Risch, σύμφωνα με την οποία η Μυκηναϊκή γλώσσα επιβιώνει στην Αρκαδία και στην Κύπρο μετά τη Μυκηναϊκή εποχή.
Κατά τους αρχαίους ιστορικούς, ο όρος Αρκαδία δεν αναφερόταν σε γεωγραφική ενότητα αλλά σε συγκεκριμένη εθνότητα, που αποτελούσε κλάδο του ελληνικού έθνους.
Οι φυλετικοί κλάδοι των Αρκάδων, που αναφέονται σαν αυτόχθονες προέλληνες (Πελασγοί) στην Προϊστορική Πελοπόννησο, ήσαν οι Αζάνες, οι Παρράσιοι, οι Καύκωνες, οι Κυνούριοι και οι Αίμονες. Αλλά και κατά τους ιστορικούς χρόνους οι Αρκάδες διακρίνονται στις ακόλουθες εθνικές ομάδες, τα ονομαζόμενα έθνη, τους Ευτρήσιους, τους Κυνούριους, τους Παρράσιους, τους Αζάνες και τους Καύκωνες.
Στην ελληνική μυθολογία και ιδιαίτερα στη θεογονία η Αρκαδία εμφανίζεται σαν το λίκνο πολλών θεοτήτων και μέσα στα όριά της τοποθετούνται οι δραστηριότητες μυθικών ηρώων, του Ηρακλή, του Άτλαντα αλλά και του Προμηθέα.
Παρά τις θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή των Αρκάδων, στη συνείδηση του αρχαίου ελληνικού κόσμου ήσαν αυτόχθονες και «προσέλληνοι», κατοικούσαν δηλαδή στη χώρα πριν από την ύπαρξη της σελήνης.
Σημαντικά στοιχεία για τη καταγωγή των Αρκάδων σώζονται από τους σημαντικότερους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς (Ηρόδοτο, Στράβωνα, Διονύσιο Αλικαρνασσέα και Παυσανία).
Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν μετακινήσεις Αρκάδων στον Ελλαδικό χώρο, στην Εγγύς Ανατολή και στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, που χρονολογούνται από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι την ύστερη αρχαιότητα. Οι πάμπολλες αυτές αναφορές, σε συνδυασμό με τη μυθολογία αλλά και την κατά τόπους αρκαδική ονοματολογία, μαρτυρούν την ύπαρξη ιστορικού πυρήνα σχετικά με τη διασπορά των Αρκάδων, που δεν πρέπει να ανήκε μόνο στο χώρο του μύθου. Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική γραμματεία ο αποικισμός των Αρκάδων αναπτύσσεται σε μεγάλη ακτίνα στο χώρο της Μεσογείου και από την εποχή του γενάρχη Αρκάδα αναφέρονται μεταναστευτικές κινήσεις. Το πολυάνθρωπο αρκαδικό φύλο με την ιδιαίτερη ζωτικότητα και την πολεμική ικανότητα δεν ήταν δυνατόν να περιορισθεί στην άγονη πατρίδα του και αναγκαζόταν συνεχώς να ζητεί καλύτερη μοίρα σε άλλα εδάφη ή να παρέχει τις στρατιωτικές του υπηρεσίες ενισχύοντας με μισθοφόρους τις στρατιωτικές δυνάμεις της αρχαιότητας.
Τα μεταναστευτικά ρεύματα των Αρκάδων, σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, κινήθηκαν κυρίως προς τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους, την Ιταλία, τη Σικελία, την Κύπρο, τον Εύξεινο Πόντο και την Εγγύς Ανατολή. Ο Όμηρος στο Υ της Ιλιάδας αναφέρει ότι η αριστοκρατία της Τροίας και μέρος του λαού της ήσαν απόγονοι των Αρκάδων, συμπεριλαμβανομένων και του ΄Εκτορα, του Αγχίση, πατέρα του Αινία και φυσικά του ίδιου του Αινεία, ο οποίος όταν έφυγε με τον πατέρα του από την Τροία πέρασε από την Αρκαδία, όπου ίδρυσε την πόλη Καφυές, στη μνήμη του παππού του Καφυέως και μετά το θάνατο του πατέρα του μετανάστευσε στην Ιταλία.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι Βιθυνοί της Μ.Ασίας ήσαν Αρκάδες και κατά τον Παυσανία, τον Στράβωνα, τον Πτολεμαίο και τον Πλίνιο υπήρχε αποικία των Μαντινέων στη Βιθυνία με την ονομασία Βιθύνιον, που ήταν χτισμένη στις όχθες του ποταμού Σαγκάριου. Γι΄αυτό το λόγο κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους αποδόθηκαν στην Αρκαδία μεγάλες τιμές στον ευνοούμενο του αυτοκράτορα Αδριανού Αντίνοο, ως ομογενούς για την καταγωγή του από τη Βιθυνία, που είχε αποικισθεί από τους Μαντινείς.
Ο βασιλιάς της Τεγέας Αγαπήνωρ, που συμμετείχε στον Τρωϊκό πόλεμο, κατευθύνθηκε μετά την άλωση της Τροίας προς την Κύπρο, όπου δημιούργησε τον οικισμό της Πάφου και ίδρυσε το ιερό της Παφίας Αφροδίτης. Η επικοινωνία της Αρκαδίας και της Κύπρου κατά την αρχαιότητα μαρτυρείται από πολλές αρκαδικές ονοματοθεσίες, που υπάρχουν στο νησί και από την Αρκαδοκυπριακή διάλεκτο, την αρχαιότερη γλώσσα, που είχε καταγραφεί στις μυκηναϊκές πινακίδες της Γραμμικής γραφής Β.
Αλλά το γεγονός που πρόβαλε τους Αρκάδες στον αρχαίο κόσμο σαν λαό της διασποράς ήταν η μετανάστευσή τους στην Ιταλία και ο συνοικισμός της Ρώμης πριν από το Ρωμύλο και το Ρέμο. Σαν οικιστής της Ρώμης αναφέρεται ο Εύανδρος, καταγόμενος από το Παλλάντιο, γυιος του βασιλιά της Αρκαδίας Εχέμου, που έδωσε το όνομα του τόπου της καταγωγής του στον Παλατίνο λόφο της Ρώμης, σύμφωνα με το Στράβωνα. Αλλά και ο μύθος της λύκαινας, που έθρεψε τους πρώτους Ρωμαίους το Ρωμύλο και το Ρέμο, αποτελεί κατά τον Πλούταρχο μίμηση προγενέστερου αρκαδικού μύθου, που αναφερόταν στα δίδυμα παιδιά του θεού Άρη και της αρκαδικής νύμφης Φιλονόμης. Τα δίδυμα αυτά βρήκε ένας ποιμένας της Αρκαδίας ονόματι Τήλεφος να τρέφονται από μια λύκαινα και τα ονόμασε Λύκασο και Παρράσιο. Απόδειξη της πεποίθησης των Ρωμαίων για την Αρκαδική τους καταγωγή αποτελεί το γεγονός ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αντωνίνος ο Ευσεβής επισκέφθηκε το αρκαδικό Παλλάντιο σαν τη μητρόπολη της Ρώμης, ανακήρυξε τη μικρή αυτή κώμη πόλη και την απάλλαξε από κάθε φορολογία.
Γνωστή ήταν η προς το θείον ευσέβεια των Αρκάδων, που διατήρησαν αρχέγονες προϊστορικές λατρείες ενώ παράλληλα θεωρούσαν την πατρίδα τους γενέτειρα των περισσότερων θεών του ελληνικού Δωδεκαθέου. Αξιοσημείωτος ήταν ο σεβασμός τους στους νόμους και για το λόγο αυτό ονομάστηκαν φύλακες δικαιοσύνης.
Με τη λιτή ζωή τους απέφευγαν την πολυτέλεια και τις απολαύσεις. Συνέτρωγαν με τους δούλους ακόμα και στα συμπόσια.
Αντιπροσωπευτική αρκαδική προσωπικότητα του 2ου αι.π.Χ.αποτελεί ο ηγέτης της Αχαϊκής Συμπολιτείας Φιλοποίμην ο Μεγαλοπολίτης, που παράλληλα με τη μνημειώδη δράση του δούλευε στο κτήμα του σαν απλός γεωργός, ενώ τη συμπεριφορά του χαρακτήριζε φιλική διάθεση και δημοκρατικό πνεύμα.
Τον 7ο αι.π.Χ., ενώ όλες τις ελληνικές πόλεις κυβερνούσαν ολιγαρχικά καθεστώτα, όταν αποκαλύφθηκε ότι ο βασιλιάς των Αρκάδων Αριστοκράτης είχε δωροδοκηθεί, οι Αρκάδες τον λιθοβόλησαν, κατήργησαν τη βασιλεία και πρώτοι αυτοί από όλους τους Έλληνες εγκαθίδρυσαν το πολίτευμα της Δημοκρατίας.
Ήσαν περιζήτητοι μισθοφόροι και διακρίνονταν για την τόλμη, τη γενναιότητα και την καρτερία τους στις κακουχίες του πολέμου. Ο Ξενοφών αναφέρει χαρακτηριστικά «ού νυξ, ού χειμών, ού μήκος οδού, ούκ όρη δύσβατα απεκώλυεν αυτούς». Κατά τον Όμηρο ήσαν αγχιμαχητές, ικανοί δηλαδή στη μάχη σώμα με σώμα. Κατά τον ιστορικό Έφορο οι Μαντινείς επινόησαν την πολεμική στολή και ο αρχαιότερος οπλισμός ονομαζόταν «μαντινική όπλισις».
Σε όλες τις επεκτατικές τους δραστηριότητες οι Σπαρτιάτες βρίσκονταν αντιμέτωποι με το στρατό των Αρκάδων, που ήσαν σύμμαχοι των Μεσσηνίων και καταφύγιο των διωκομένων. Σ’ αυτούς κατέφευγαν οι διωκόμενοι είλωτες καθώς και ο βασιλιάς των Μεσσηνίων Αριστομένης μετά την αιχμαλωσία του από τους Σπαρτιάτες.
Στους εθνικούς αγώνες κατά των Περσών οι Αρκάδες συστρατεύθηκαν με τους άλλους Έλληνες. Δύο χιλιάδες πολέμησαν στις Θερμοπύλες το 480 π.Χ. και έσπευσαν μετά τη μάχη αυτή στον Ισθμό για να εμποδίσουν τη διέλευση στην Πελοπόννησο του Περσικού στρατού. Στη μάχη των Πλαταιών έλαβαν μέρος 5000 Αρκάδες και με επικεφαλής το βασιλιά της Σπάρτης Παυσανία οι Έλληνες έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στο στρατό των Περσών.
Παροιμιώδης ήταν η έφεσή τους στις τέχνες, τα γράμματα κσι ιδιαίτερα στη φιλοσοφία. Στον τομέα της φιλοσοφίας μια από τις μεγαλύτερες σχολές της αρχαιότητας λειτουργούσε στη Μαντίνεια. Σ’ αυτή υπάρχει η μαρτυρία ότι σπούδασε ο Σωκράτης, όπου μεγάλη επίδραση άσκησε σ΄αυτόν η διδασκαλία της Διοτίμας, όπως αναφέρεται στο Συμπόσιο του Πλάτωνα. Η μεγάλη εκείνη φιλόσοφος ήταν ιέρεια και μάντις στο ιερό του Διός στη Μαντίνεια.
Η μουσική και ο αθλητισμός αποτελούσαν το θεμέλιο της αρκαδικής παιδείας. Η μουσική κατά τον Πολύβιο το Μεγαλοπολίτη ήταν για τους ανθρώπους πολύτιμη αλλά για τους Αρκάδες αναγκαία. Μ’ αυτή μετρίαζαν το τραχύ και αυθαίρετο της φύσης τους. Η μεγαλύτερη μουσική αυθεντία της Αρχαιότητας ο Αριστόξενος ο Ταραντίνος, που έζησε τον 4ο αι. π.Χ. και ήταν ο συγγραφέας του αρχαιότερου σωζόμενου μουσικού εγχειριδίου, έζησε πολλά χρόνια στη Μαντίνεια πριν γίνει δεκτός στη σχολή του Αροστοτέλη.
Μεταξύ των μαθητών ενός από τους μεγαλύτερους γλύπτες της αρχαιότητας του Πολυκλείτου αναφέρονται και δύο Αρκάδες, ο Δαμέας και ο Αθηνόδωρος.
Μνημειώδης ήταν η έφεσή τους στο χορό. Ο Ξενοφών αναφέρει ότι κατά την εκστρατεία του Κύρου εναντίον του Αρταξέρξη, στη γιορτή που οργανώθηκε από τους δέκα χιλιάδες Έλληνες μισθοφόρους (τους μυρίους) προς τιμήν των Παφλαγονίων, ελληνικού φύλου της Μ.Ασίας, οι Μαντινείς κατέπληξαν τους πάντες και τον ίδιο τον Κύρο με τον ένοπλο χορό τους.
Η συμβολή των Αρκάδων στον πολιτισμό και ο αγώνας τους να διατηρήσουν την ταυτότητα και τις αρχές τους πρόβαλε την Αρκαδία στον αρχαίο κόσμο σαν κιβωτό αξιών και χώρο ηθικής και πνευματικής αναβάπτισης. Το αρκαδικό ιδεώδες που κάποτε ενέπνευσε την ανθρωπότητα βρίσκεται σε αντίθεση με τη σημερινή παρακμή του καταναλωτισμού και του ευδαιμονισμού των δήθεν πολιτισμένων κοινωνιών του παρόντος, που θα πρέπει να ανακαλύψουν τη διέξοδο από τη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα στις πατροπαράδοτες αξίες του ελληνικού πολιτισμού.